- νήσσειος
- -α, -ο [νήσσα]φρ. «νήσσειο βάδισμα»ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος που μοιάζει με βάδισμα τής πάπιας και το οποίο παρατηρείται σε πάσχοντες από αμφοτερόπλευρο συγγενές εξάρθρημα τού ισχίου, από προϊούσα μυοδυστροφία τής λεκάνης κ.ά. παθήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.